- σύνθημα
- devise
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… … Dictionary of Greek
σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)